- ἐπικείμενα
- ἐπίκειμαιto be laid uponperf part mp neut nom/voc/acc plἐπίκειμαιto be laid uponpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀπικειμένας — ἐπικειμένᾱς , ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp fem acc pl ἐπικειμένᾱς , ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp fem gen sg (doric aeolic) ἐπικειμένᾱς , ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp fem acc pl ἐπικειμένᾱς , ἐπίκειμαι to be laid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικειμένας — ἐπικειμένᾱς , ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp fem acc pl ἐπικειμένᾱς , ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp fem gen sg (doric aeolic) ἐπικειμένᾱς , ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp fem acc pl ἐπικειμένᾱς , ἐπίκειμαι to be laid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπικείμενα — ἐπικείμενα , ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπικείμενα , ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FORUS — in navibus τὸ κατάςρωμα, frequentius in plur. Fori, τα ἔκρια quoque Graecis, i. e. tabulata. Poeta, Aen. l. 4. v. 605. Imple ssemque foros flammis At de navibus Taprobaniticis Plin. magnitudo alterna ilium ad forum, Ubi dicere vult, plana fuisse… … Hofmann J. Lexicon universale
επίκειμαι — (AM ἐπίκειμαι) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι πάνω σε κάτι («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος», Θεόγν.) 2. (για κακό) βρίσκομαι κοντά, είμαι προσεχής, πλησιάζω, επικρέμαμαι (α. «τόν τε ἐπικείμενον κίνδυνον», Ηρωδιαν. β) «επίκειται πόλεμος … Dictionary of Greek
επίκειμαι — (μόνο στο γ εν. και πληθ. πρόσωπο ενεστ. και πρτ. και μτχ. επικείμενος) 1. έχω τεθεί πάνω σε κάτι, βρίσκομαι πάνω σε κάτι: Τα επικείμενα στα υποκείμενα (νομικός κανόνας, που δηλώνει ότι ο ιδιοκτήτης εδάφους είναι κύριος και των κτισμάτων, δέντρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)